- κατανομῆς
- κατανομήpasturefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
έκκεντρο — Κινηματικό όργανο το οποίο επιτρέπει τη μετάδοση κινήσεων, που ρυθμίζονται από οποιονδήποτε νόμο σε συνάρτηση με τον χρόνο. Ονομάζεται και εκκεντρική βαθμίδα ή, σπανιότερα, κτηδών. Ιδιαίτερα μετασχηματίζει μια ομαλή κυκλική κίνηση ενός άξονα σε… … Dictionary of Greek
θερμοηλεκτρισμός — Σύνολο ιδιοτήτων που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση μεταξύ ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας που εκδηλώνονται στα φαινόμενα Ζέεμπεκ, Πελτιέ, Τόμσον, εκτός από το φαινόμενο Τζάουλ. φαινόμενο Ζέεμπεκ. Το φαινόμενο Ζέεμπεκ, που είναι και το πιο… … Dictionary of Greek
μεταφορά — Η πράξη του μεταφέρω. Η φράση εις μεταφοράν που χρησιμοποιείται στη λογιστική, αναφέρεται στο άθροισμα των ποσών μιας σελίδας που μεταγράφεται στην αρχή της επόμενης, με την παρατήρηση εκ μεταφοράς. Μ. εξάλλου ονομάζεται στη μουσική η αλλαγή… … Dictionary of Greek
στερεοφωνία — Τεχνική λήψης, εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου, που αποβλέπει να δώσει στον ακροατή την αίσθηση της κατανομής στο χώρο των αρχικών ηχητικών πηγών. Η σ. βασίζεται επί της αρχής του εντοπισμού της ηχογόνου πηγής, δηλαδή επί του φαινόμενου της… … Dictionary of Greek
στερεοφωνικός — ή, ό, Ν 1. φυσ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στερεοφωνία 2. φρ. α) «στερεοφωνικό συγκρότημα [ή σύστημα]» ή, απλώς, «στερεοφωνικό» ηλεκτρακουστικό ηλεκτρονικό σύστημα εγγραφής και αναπαραγωγής τού ήχου το οποίο δίνει στον ακροατή την εντύπωση … Dictionary of Greek
φυτογεωγραφία — Κλάδος της βιογεωγραφίας, που ασχολείται με τη μελέτη της κατανομής των φυτικών ειδών πάνω στη Γη. Πολυάριθμοι είναι οι παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η ύπαρξη ή μη, σε μια περιοχή που έχει καθοριστεί, ορισμένων φυτικών ενώσεων, αλλά δύο… … Dictionary of Greek